- τειχίο
- Ορεινός οικισμός (υψόμ. 580 μ.), στην πρώην επαρχία Δωρίδας, του νομού Φωκίδας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (21 τ. χλμ.) στον οποίο ανήκει και η Μονή Κοίμησης Θεοτόκου.
To T. βρίσκεται στην τοποθεσία της αρχαίας μικρής πόλης της Αιτωλίας Τείχιον, που κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο την κατέλαβε ο Αθηναίος στρατηγός Δημοσθένης.
* * *το / τειχίον, ΝΜΑ [τεῑχος]τοίχος περιβόλουνεοελλ.στον πληθ. τα τειχιάτείχη πόλης ή πύργου («τα τειχιά τού παλατιού», Ερωτόκρ.)αρχ.1. τοίχος οικοδομήματος («τῇ μὲν τειχία τε καὶ οἰκίας εἷργον», Θουκ.)2. φράχτης («τάφρους διαπηδᾱν, τειχία ὑπερβαίνειν», Ξεν.)3. μτφ. στον πληθ. τὰ τειχίαεμπόδισμα, παρεμπόδιση («πάντα ταῡτα ὑπερβάντες τὰ τειχία διελέχθησαν τοῑς ἐρασταῑς», Λιβάν.).
Dictionary of Greek. 2013.